carnal$11522$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

carnal$11522$ - translation to ελληνικό

ARCHAIC EUPHEMISM FOR SEXUAL INTERCOURSE
Carnal urges; Carnal abuse; Carnal Knowledge

carnal      
adj. σαρκικός, ασελγής

Ορισμός

carnal knowledge
n. from Latin carnalis for "fleshly:" sexual intercourse between a male and female in which there is at least some slight penetration of the woman's vagina by the man's penis. It is legally significant in that it is a necessary legal characteristic or element of rape, child molestation, or consensual sexual relations with a female below the age of consent ("statutory rape"). Age of consent varies from 14 to 18, depending upon the state. See also: rape statutory rape

Βικιπαίδεια

Carnal knowledge

Carnal knowledge is an archaic or legal euphemism for sexual intercourse. In modern statutes, the term "sexual penetration" is widely used, though with various definitions.